συμφόρημα

συμφόρημα
-ήματος, τὸ, Α [συμφορῶ]
1. συγκέντρωση πολλών πραγμάτων στο ίδιο σημείο, σωρός
2. συγκέντρωση πολλών ανθρώπων, σύναξη, πλήθος
3. ανάμιξη, συμφυρμός («συμφόρημα τέφρας καὶ ὕδατος», Φίλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συμφόρημα — that which is brought together neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφορήματος — συμφόρημα that which is brought together neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύμμιγμα — το, ΝΑ, και σύμμειγμα Ν το μίγμα («ἀνάπλεων σύμμιγμα καὶ συμφόρημα γεγενημένην», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συμμιγ τού συμμιγνύω «αναμιγνύω, ανακατεύω» + κατάλ. μα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”